μυλοκόρος

μυλοκόρος
ο (Α μυλοκόρος)
αυτός που καθαρίζει τον μύλο ή την μυλόπετρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + -κόρος (< κορῶ «σκουπίζω, καθαρίζω»), πρβλ. νεω-κόρος, σηκο-κόρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μύλη — η (ΑΜ μύλη) 1. χειρόμυλος 2. το στρογγυλό οστό τής επιγονατίδας 3. σαρκώδης όγκος τής μήτρας, ο οποίος παρατηρείται κατά την κύηση και που σήμερα ορίζεται ως προϊόν εκφύλισης τών τροφοβλαστικών λαχνών τού πλακούντα, οι οποίες μετασχηματίζονται σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”